- ποτισμός
- ο, ΝΑ [ποτίζω]1. το πότισμα2. η άρδευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτισμός — Fr.anon. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτισμοῖο — ποτισμός Fr.anon. masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτισμοί — ποτισμός Fr.anon. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτισμοῦ — ποτισμός Fr.anon. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτισμούς — ποτισμός Fr.anon. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτισμῶν — ποτισμός Fr.anon. masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτισμῷ — ποτισμός Fr.anon. masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτισμόν — ποτισμός Fr.anon. masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισμός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ποτισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. < θ. πι τού πίνω*, με δυσερμήνευτο σ (πρβλ. πίσα, πίστρα, πιστός (ΙΙ)] + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek